- ἀναιδείη
- ἀν-αιδείη (ἀναιδής): shamelessness, impudence.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἀναιδείη — ἀναίδεια shamelessness fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιδείῃ — ἀναίδεια shamelessness fem dat sg (epic ionic) ἀναίδεια shamelessness fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοπάζω — (Α) διώκω, καταδιώκω («αἰδῶ δὲ τ ἀναιδείη κατοπάζῃ», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀπάζω «ακολουθώ, συνοδεύω»] … Dictionary of Greek